Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ Ι

.
( αναδημοσίευση από e-περιοδικό αρχιτεκτονικής www.greekarchitects.gr )

Ο Μύθος της αρχιτεκτονκής, κατασκευή και κόσμηση στη διαδικασία του σχεδιασμού.

Του Κωνσταντίνου Γ. Πατέστου



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην αρχιτεκτονική που χάνεται στα βάθη των αιώνων και ιδιαίτερα στην αγροτική αρχιτεκτονική, στην αποκαλούμενη τεχνική αρχιτεκτονική και στην παραδοσιακή (αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονες), αναγνωρίζεται με ευκολία, αφού είναι προφανής, η κατασκευαστική πράξη.
Όμως και σε λόγια κείμενα, όπως είναι οι Πραγματείες, δίνεται πολύ χώρος στην περιγραφή τόσο των κατασκευαστικών τεχνικών όσο και των οικοδομικών υλικών.

Παρατηρώντας τα προαναφερθέντα παραδείγματα και μελετώντας προσεκτικά τις περιγραφές των Πραγματειών, καθίσταται εμφανές ένα σημαντικό γεγονός: Η σχέση μεταξύ τεκτονικής κατασκευής και αρχιτεκτονικής μορφής δεν είναι πάντοτε η ίδια, αποτελεί δηλαδή μεταβλητή.
΄Ετσι, σε ορισμένες περιπτώσεις η κατασκευή φαίνεται να αντιπροσωπεύει σχεδόν εξ ολοκλήρου τη σημασία και το σκοπό ενός κτιρίου, ταυτιζόμενη με την αισθητική του έκφραση, σε άλλες, αντιθέτως, φαίνεται να έχει αποκλεισθεί εντελώς από αυτή.

Αυτό συμβαίνει και επί των ημερών μας, με την high tech αρχιτεκτονική από τη μια και τη μεταμοντέρνα από την άλλη.

Το βασικό ερώτημα που τίθεται, έχοντας υπ'όψιν ότι η κατασκευή αποτελεί το εργαλείο με το οποίο υλοποιείται ένα αρχιτεκτονικό έργο, είναι αν αυτή παίζει κάποιον ειδικό ρόλο, άμεσο ή έμμεσο/συμβολικό, στον καθορισμό τής αρχιτεκτονικής σχεδιαστικής μελέτης (project), που την κάνει να υπερβαίνει το απλό, ουδέτερο, θα λέγαμε, μέσον και να συμμετέχει ενεργά και ισότιμα (μαζί με τον αρχιτεκτονικό τύπο και την κόσμηση) στον καθορισμό τού ιδιαιτέρου χαρακτήρα ενός κτιρίου.
Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε με ορθό τρόπο σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να απαντήσουμε πρώτα σε ένα άλλο, που αφορά το γενικό σκοπό τής αρχιτεκτονικής: Σκοπός, λοιπόν, της αρχιτεκτονικής είναι η απεικόνιση του χαρακτήρα των κτιρίων, δηλαδή των τυπολογικών και μορφολογικών του χαρακτηριστικών.

Πρέπει συνεπώς να εξετασθεί ο ρόλος τής κατασκευής σε συνάρτηση με τον καθορισμό τού χαρακτήρα ενός κτιρίου, δηλαδή η επίδραση της τεκτονικής για τον καθορισμό τής μορφής του.
Αυτό μας οδηγεί στο να θεωρήσουμε την κατασκευή ως γενική αρχή τής αρχιτεκτονικής και να την εξετάσουμε σε σχέση με άλλες γενικές αρχές, όπως η σύνθεση, ο τύπος, η κόσμηση.
Με τη σειρά του, αυτό το γενικό ζήτημα δημιουργεί πληθώρα άλλων, πιό συγκεκριμένων θεμάτων, όπως: η άμεση σχέση μεταξύ τυπολογικής και κατασκευαστικής επιλογής, η σχέση μεταξύ κατασκευής και κόσμησης, η επίδραση των διαφόρων κατασκευαστικών τεχνικών στα απεικονιστικά συστήμα (καθορισμός τού αρχιτεκτονικού παρτί), η ύπαρξη αρχών που ισχύουν ή όχι, ανάλογα με τη μεταβολή τού ύφους και την επιλογή ιδιαίτερων λεξιλογίων, κοκ.

΄Οπως λέγαμε πιό πριν, αρχιτεκτονική και κατασκευή συχνά συγχέονται και μάλιστα, σε ειδικές περιπτώσεις, ταυτίζονται. ΄Οπως ίσως γνωρίζετε, στη γερμανική γλώσσα, η αρχιτεκτονική αποδίδεται με δύο όρους: Architektur αλλά και Baukunst (όπου Bau = οικοδομή, Kunst = τέχνη), άρα, αρχιτεκτονική ίσον τέχνη τής οικοδομικής κατασκευής.
΄Ομως αυτό δεν ισχύει παντού και πάντοτε γιατί η σχέση μεταξύ αρχιτεκτονικής μορφής και τεχνικής μορφής είναι μεταβλητή.

Ο Βιτρούβιο, επί παραδείγματι, θεωρεί την αρχιτεκτονική πρωτίστως προϊόν τής κατασκευαστικής πράξης. ΄Οπως υποστηρίζει, κάθε αρχιτεκτονικό έργο αποτελεί οικοδομική κατασκευή, και αυτό είναι αναμφισβήτητο. ΄Ομως, κάθε οικοδομική κατασκευή αποτελεί και αρχιτεκτονική; Πιστεύω πως όχι.

Όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος παύει να είναι νομάς και αποφασίζει να καλλιεργήσει τη γη, στη συνεχή προσπάθειά του να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης δεν ικανοποιείται πλέον από τις δυνατότητες που του παρέχει η φύση (σπήλαια, δάση, συστάδες δένδρων), επιδίδεται στη δημιουργία ενός τεχνητού κελύφους και, παρατηρώντας τη φύση που τον περιβάλλει, υλοποιεί την πρώτη του οικοδομική κατασκευή, μετατρεπόμενος στο γνωστό μας homo faber.
Η λεγομένη «πρωτόγονη καλύβα» αποτελεί την απαρχή τής οικοδομικής ενασχόλησης τού ανθρώπου. Για κάποιους μάλιστα, ιδίως στο πλαίσιο των αναζητήσεων τού γαλλικού Διαφωτισμού, αποτελεί την καταγωγή, την αφετηρία, το αρχέτυπο της ίδιας τής Αρχιτεκτονικής.

Είναι λίγο πολύ γνωστή η διαχρονική διένεξη μεταξύ τού Γάλλου αβά Μαρκ Αντουάν Λοζιέ, που υποστηρίζει αυτή την άποψη και του γερμανού λογοτέχνη Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκέτε, ο οποίος στο προηγούμενο σύμβολο αντιπροτείνει ένα άλλο: την πέτρινη αγροικία.
Προφανώς, πρόκειται για πολεμική άνευ ουσίας, κυρίως για την αρχιτεκτονική σύνθεση και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Αυτό στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι ένα αδιαφιλονίκητο γεγονός:
Τόσο στην περίπτωση της ξύλινης καλύβας όσο και σ'εκείνη της πέτρινης αγροικίας, έχουμε μια πολύ σημαντική πράξη, που δεν είναι άλλη από την πράξη τής κατασκευής.
Ωστόσο δύσκολα, ιδιαιτέρως σήμερα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μια τέτοιου είδους κατασκευή μπορεί να ανυψωθεί σε σύμβολο της αρχιτεκτονικής, να θεωρήσουμε δηλαδή από μόνη της την κατασκευή ως αρχιτεκτονική μορφή, αισθητική έκφραση, συνθετική επιλογή.
Καθίσταται, λοιπόν, αισθητή η απουσία κάποιου στοιχείου που θα επιτρέψει τη μετουσίωση οποιασδήποτε οικοδομής σε αρχιτεκτονικό έργο και θα επιτρέψει στην τεκτονική δομή να συνεργήσει στη μορφολόγηση, στην ανάδειξη ή αποκάλυψη της αρχιτεκτονικής μορφής.

Η κατασκευαστική πράξη αναγνωρίζεται εμφανώς στην αρχιτεκτονική των ιστορικών χρόνων.
Τα «ντόλμεν», επί παραδείγματι, αποτελούν υλοποίηση μιας μοναδικής, θεμέλιας, κατασκευαστικής σκέψης και η μορφή τους, που αποτελεί «ακατέργαστη» τρίλιθο, είναι απότοκη της ταύτισης μεταξύ τεκτονικής και ειδολογικής μορφής, δηλαδή η κατασκευαστική αρχή αποκαλύπτει την ίδια την αρχιτεκτονική ταυτότητα του οικοδομήματος.
Το ίδιο συμβαίνει και στα απλά αγροτικά οικοδομήματα, όπου το εκφραστικό εύρος ορίζεται σχεδόν αποκλειστικώς από την εμφάνεια τής κατασκευαστικής δομής τους. Ωστόσο, η κατασκευή από μόνης της δεν αποτελεί αρχιτεκτονική -το είπαμε προηγουμένως.

Η πρωτόγονη καλύβα διακρίνεται προφανώς από το φυσικό σπήλαιο λόγω της κατασκευαστικής πράξης. Της λείπει όμως, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γκέτε στην προαναφερθείσα πολεμική, ένα θεμέλιο στοιχείο, μια βασική ιδιότητα που μπορεί να εντοπιστεί στη συμβολική/μορφοπλαστική έκφραση αυτής ακριβώς της κατασκευαστικής πράξης.

Στην "καλύβα" υπάρχει αυτό που αποκαλούμε «τεχνική μορφή». Απουσιάζει, όμως, ένα στοιχείο που θα απεικονίσει αυτή την «τεχνική μορφή» κατά τρόπον αισθητικό. Το στοιχείο αυτό είναι η κόσμηση, το βιτρουβιανό decor, δηλαδή το σύνολο εκείνων των μορφοπλαστικών επιλογών που μορφοδοτούν αυτό που ονομάζουμε στην ιδιαίτερη γλώσσα μας, «αρχιτεκτονικό παρτί». Αυτό, κατά την αρχαιότητα, θα τελειοποιηθεί και θα βρεί την ολοκλήρωσή του στους Ρυθμούς.

Η καλύβα είναι οικοδομική κατασκευή, η αρχιτεκτονική αρχίζει να εκδηλώνεται τη στιγμή κατά την οποία από αυτή την κατασκευή περνάμε στην αναπαράστασή της, στη συνθετική αρχιτεκτονική απεικόνισή της. Οταν η Κατασκευή, όπως μας λέει ο γερμανός φιλόσοφος F.W.J. Schelling, μεταλλάσεται στη μεταφορά της, καθίσταται δηλαδή, κατά αλληγορικό τρόπο, Αρχιτεκτονική.

Η Αρχιτεκτονική, λοιπόν, θεωρείται μεταφορά τής κατασκευής, δεν ταυτίζεται με αυτήν αλλά ούτε και είναι εντελώς αποκομμένη από αυτή.

Η κατασκευή, όλοι συμφωνούμε, απαντά κατ'αρχάς σε ένα πρακτικό ζήτημα. Ο σκοπός της είναι περιορισμένος και πρωτίστως πρακτικός. Αυτό που προσδίδει σε ένα κτίριο εκφραστική ιδιαιτερότητα, είναι ακριβώς η αναγνώριση και η εν συνεχεία αναπαράσταση των βασικών στοιχείων τής κατασκευής... συνέχεια του άρθρου

Διερεύνηση των συνθετικών εργαλείων του Δ. Πικιώνη στις διαμορφώσεις του λόφου του Φιλοπάππου

.

(αναδημοσίευση από το e-περιοδικό αρχιτεκτονικής www.greekarchitects.gr)

Στο άρθρο αυτό επιχειρείται να προσδιοριστούν και να διερευνηθούν κάποια από τα συνθετικά εργαλεία που χρησιμοποίησε ο Δημήτρης Πικιώνης, στις διαμορφώσεις του λόφου του Φιλοπάππου.

Του Μανώλη Ηλιάκη


Η πληθώρα των κειμένων που έχει γραφτεί (τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό) για το συγκεκριμένο έργο του σημαντικού Έλληνα αρχιτέκτονα είναι συγκινητική και δίνεται η αίσθηση ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο να ειπωθεί[1].

Η έκταση του λόφου Φιλοπάππου είναι 700 στρέμματα περίπου, και καταλαμβάνει τη μισή έκταση του Προγράμματος Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους ελεύθερους χώρους του κέντρου της Αθήνας και σημαντικός μεσογειακός βιότοπος της περιοχής. Διάσπαρτες αρχαιότητες και πάρα πολλά αρχαία λαξεύματα στους βράχους, υπάρχουν σε όλο το λόφο. Από τον Μάιο του 1954 έως τον Φεβρουάριο του1958, ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης, δούλεψε με ιδιαίτερη αφοσίωση για τη διαμόρφωση των λιθόστρωτων δρόμων, των μονοπατιών, των φυτεύσεων, των χώρων στάσης και θέασης, καθώς και για την οικοδόμηση του ναού του Αγίου Δημητρίου Λουμπαρδιάρη και του τουριστικού περιπτέρου[2] που εντάχθηκε στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας. Οι διαμορφώσεις καλύπτουν έκταση 85 στρεμμάτων περίπου και αποτελούν μέρος των έργων Ακροπόλεως-Φιλοπάππου.

Δεν είναι τυχαίο, ότι το έργο αυτό κηρύχτηκε από την UNESCO ως μνημείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής με παγκόσμια σημασία το 1996, με εξαίρεση το ναό του Αγίου Δημητρίου που είχε κηρυχθεί μνημείο από το 1958. Η κήρυξη αυτή αποτρέπει σε μεγάλο βαθμό την καταστροφή των λιθόστρωτων, όπως δυστυχώς έγινε με αυτά του χώρου στάθμευσης του café-εστιατορίου «Διόνυσος», έργο της ομάδας Βασιλειάδη, φτιαγμένα από γρανίτες Βεζουβίου. Για τα έργα της Ακροπόλεως και του Φιλοπάππου, έχουν απονεμηθεί κατά καιρούς διεθνείς βραβεύσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2003 δόθηκε το Διεθνές Βραβείο Carlo Scarpa για τα «Μονοπάτια του Πικιώνη κάτω από την Ακρόπολη των Αθηνών» και στην κόρη του μεγάλου αρχιτέκτονα, Αγνή Πικιώνη, για το ενδιαφέρον που δείχνει για τη διαφύλαξη του έργου του πατέρα της... συνέχεια του άρθρου

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails